κοινοποιοῦνται

κοινοποιοῦνται
κοινοποιέω
make common property
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • ένταλμα σύλληψης — Τμήμα των εγγυήσεων υπέρ της προσωπικής ασφαλείας, σύμφωνα με το οποίο, εκτός από τις περιπτώσεις του αυτόφωρου αδικήματος, για τη σύλληψη ενός προσώπου απαιτείται η επέμβαση της δικαστικής αρχής. Βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή έ.σ. που εκδίδει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”